- ψαλιδώνω
- ψαλιδῶ, -όω, ΝΑσχηματίζω αψίδα, θόλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος με σημ. «κυλινδρικός θόλος, αψίδα» (βλ. λ. ψαλίδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαλιδώνω — ψαλίδωσα, σχηματίζω θόλο ή αψίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλίδωση — η, Ν [ψαλιδώνω] το ψαλίδωμα … Dictionary of Greek
ψαλίδωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαλιδώνω, θόλος, τόξο, καμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)